αρκτικόλεξο

αρκτικόλεξο
το
βραχυγραφία η οποία σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα —συχνά και από συνοδευτικά τους με τα οποία αυτά απαρτίζουν συλλαβή— των λέξεων πλήρων επωνυμιών, οργανισμών, εταιρειών, πολιτικών κομμάτων κ.ά., π.χ. ΟΗΕ (= Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών), ΟΤΕ (=Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος), ΠΑΣΟΚ (= Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρκτικός + λέξη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ΟΛΜΕ — αρκτικόλεξο τής Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως, που ιδρύθηκε το 1957 …   Dictionary of Greek

  • ΟΛΠ — αρκτικόλεξο τού Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς …   Dictionary of Greek

  • ΒAN — (αρκτικόλεξο από τα αρχιγράμματα των επιθέτων των καθηγητών Βαρώτσου, Αλεξόπουλου και Νομικού). Μέθοδος πρόβλεψης των σεισμών. Η μέθοδος ΒΑΝ βασίζεται στην έρευνα των λεγόμενων ανωμαλιών του πλέγματος των στερεών, ενός πεδίου της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • ΚΥΠ — Αρκτικόλεξο της ελληνικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Πρόκειται για δημόσια υπηρεσία που υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό. Ιδρύθηκε το 1953 και ασχολείται με θέματα ασφάλειας του καθεστώτος της χώρας. Το 1986 μετονομάσθηκε σε Εθνική… …   Dictionary of Greek

  • Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… …   Dictionary of Greek

  • Κομσομόλ — η σύντμηση τής ονομασίας τής Κομμουνιστικής Ένωσης Νεολαίας τής πρώην ΕΣΣΔ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Komsomol < ρωσ. αρκτικόλεξο Komsomol (KOMmunisticheskiĭ SOyuz MOLodezhi «Κομμουνιστική Ένωση Νεολαίας»)] …   Dictionary of Greek

  • Κόμσατ — ο τηλεπ. ιδιωτικός οργανισμός, ο οποίος το 1992 πήρε την άδεια τού αμερικανικού κογκρέσου για την ανάπτυξη μη στρατιωτικού συστήματος δορυφορικών επικοινωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. αρκτικόλεξο Comsat (COMmunication… …   Dictionary of Greek

  • ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”