ΟΛΜΕ — αρκτικόλεξο τής Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως, που ιδρύθηκε το 1957 … Dictionary of Greek
ΟΛΠ — αρκτικόλεξο τού Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς … Dictionary of Greek
ΒAN — (αρκτικόλεξο από τα αρχιγράμματα των επιθέτων των καθηγητών Βαρώτσου, Αλεξόπουλου και Νομικού). Μέθοδος πρόβλεψης των σεισμών. Η μέθοδος ΒΑΝ βασίζεται στην έρευνα των λεγόμενων ανωμαλιών του πλέγματος των στερεών, ενός πεδίου της φυσικής… … Dictionary of Greek
ΚΥΠ — Αρκτικόλεξο της ελληνικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Πρόκειται για δημόσια υπηρεσία που υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό. Ιδρύθηκε το 1953 και ασχολείται με θέματα ασφάλειας του καθεστώτος της χώρας. Το 1986 μετονομάσθηκε σε Εθνική… … Dictionary of Greek
Όσκαρ — I (Oscar). Όνομα βασιλιάδων της Σουηδίας και της Νορβηγίας. 1. Ό. Α’ (Παρίσι 1799 – 1859). Ήταν γιος του Γάλλου στρατηγού Μπερναρντότ. Όταν αργότερα ο πατέρας του έγινε βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας με το όνομα Κάρολος ΙΔ’ τον ονόμασε… … Dictionary of Greek
Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… … Dictionary of Greek
Κομσομόλ — η σύντμηση τής ονομασίας τής Κομμουνιστικής Ένωσης Νεολαίας τής πρώην ΕΣΣΔ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Komsomol < ρωσ. αρκτικόλεξο Komsomol (KOMmunisticheskiĭ SOyuz MOLodezhi «Κομμουνιστική Ένωση Νεολαίας»)] … Dictionary of Greek
Κόμσατ — ο τηλεπ. ιδιωτικός οργανισμός, ο οποίος το 1992 πήρε την άδεια τού αμερικανικού κογκρέσου για την ανάπτυξη μη στρατιωτικού συστήματος δορυφορικών επικοινωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. αρκτικόλεξο Comsat (COMmunication… … Dictionary of Greek
ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… … Dictionary of Greek
ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… … Dictionary of Greek